- νιτρομεθάνιο
- τοχημ. αζωτούχα οργανική ένωση, νιτροπαράγωγο τού μεθανίου, το απλούστερο μέλος τών νιτροπαραφινών.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. γαλλ. nitromethane < νίτρ(ο)-* + μεθάνιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεθάνιο — Αλειφατικός υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο CH4, ο οποίος αποτελεί το πρώτο μέλος της σειράς των αλκανίων ή παραφινών. Είναι ευρέως διαδεδομένο στη φύση, καθώς αποτελεί το κύριο συστατικό του φυσικού αερίου, σε ποσοστό 75%, του αερίου των… … Dictionary of Greek
νιτρ(ο)- — χημ. α συνθετικό επιστημονικών όρων, πρόθημα που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την παρουσία μιας ή περισσότερων νιτροομάδων στο μόριο, μιας οργανικής ένωσης. Οι χημικοί αυτοί επιστημονικοί όροι έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι… … Dictionary of Greek
τετρανιτρομεθάνιο — το, Ν χημ. άχρωμο υγρό, άκυκλη αζωτούχα οργανική ένωση, τετρανιτρωμένο παράγωγο τού μεθανίου, που χρησιμοποιείται στην οργανική χημεία για την ανίχνευση τού διπλού δεσμού τών αλκενίων και το οποίο αποτελεί ισχυρό οξειδωτικό μέσον. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
χλωροπικρίνη — η, Ν χημ. άκυκλη οργανική ένωση, νιτροπαράγωγο τού χλωροφορμίου, γνωστό και ως τριχλωρο νιτρομεθανιο ή νιτροχλωροφόρμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. chloropicrin < χλωρ(ο) * + πικρός + κατάλ. ίνη τής χημ. ορολογίας] … Dictionary of Greek